- φύκτιμος
- φύκτῐμος,A = φύξιμος, τὸ ἱερὸν ἄσυλον καὶ φ. εἶμεν SIG550.5 (Delph., iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φύκτιμος — ον, Α φύξιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φύξιμος*, πιθ. αναλογικά προς τα φυκτός, φευκτός] … Dictionary of Greek